- τηξίποθος
- -ον, Ααυτός που λειώνει, που φθείρει κάποιον μέσω τού πόθου.[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < τήκω + πόθος (πρβλ. λυσί-ποθος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τηξιπόθων — τηξίποθος wasting with desire masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)